- παρατιμονιάζω
- [παρατιμονιά]1. κάνω λάθος στον χειρισμό τού τιμονιού, στραβοτιμονιάζω2. μτφ. κάνω λανθασμένη ή αξιοκατάκριτη πράξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παροιακίζω — ναυτ. 1. εκτρέπω το πλοίο από την καθορισμένη πλεύση του από κακό χειρισμό τού τιμονιού ή από απροσεξία, παρατιμονιάζω 2. μέσ. παροιακίζομαι (για πλοίο) εκτρέπομαι από την καθορισμένη πλεύση μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οιακίζω (< οἶαξ… … Dictionary of Greek